Εισήλθε ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα, επευφημούμενος από το πλήθος, που έστρωνε ρούχα στο διάβα του και κλαδιά που έκοβε από δέντρα. (Ματθ. 21, 6-10).
Και αυτοί που τον ακολουθούσαν κραύγαζαν: «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Ωσαννά εν τοις υψίστοις». Η πόλη ολόκληρη εσείετο από την παρουσία του Ιησού.
Και όσοι ρωτούσαν «ποιος είναι;» έπαιρναν την απάντηση από το πλήθος: «Αυτός είναι ο Ιησούς, ο προφήτης ο από Ναζαρέτ της Γαλιλαίας».
Η είδηση ότι ανέστησε το Λάζαρος είχε απλωθεί παντού και είχε γίνει αντιληπτό, ότι ο Ιησούς ήταν κάτι το ξεχωριστό. Και αυτό προκαλούσε τον θαυμασμό.
Πολλοί από τους άρχοντες πίστεψαν, αλλά δεν ομολογούσαν την πίστη τους, από το φόβο προς τους Φαρισαίους.
Και αυτός ο κόσμος, όπως προείπε ο Ησαΐας, έπειτα από λίγο, μεταβλήθηκε σε διώκτη του. «Τυφλώθηκε και ο νους του σκοτίστηκε».
Τη θριαμβευτική είσοδο του Ιησού στα Ιεροσόλυμα ακολούθησε ο μυστικός δείπνος και το συγκλονιστικό μάθημα της ταπείνωσης, όταν ο διδάσκαλος έσκυψε και έπλυνε τα πόδια των μαθητών του. Και ακολούθησε η προσευχή στο όρος των Ελαιών, η προδοσία του Ιούδα και η σύλληψή του.
Αλήθεια τι δύναμη είχε εκείνη η προσευχή, πόσο ανθρώπινο ήταν το «παρελθέτω απ΄εμού το ποτήριον τούτο», αλλά και πόσο δυνατή η θέλησή του, στο θέλημα του Πατρός του, να υποστεί τον εξευτελισμό, τη λοιδορία, τους προπηλακισμούς και τελικά τον μαρτυρικό σταυρικό θάνατο, « αίρων την αμαρτίαν του κόσμου».
Πολλά και δυσερμήνευτα τα του Θεού παρ΄ανθρώποις.
Μας συγκλονίζουν τα γεγονότα, που κατέγραψε η ιστορία.