Απόσπασμα από το βιβλίο του ΠΑΝΑΓ. Ι. ΠΑΤΕΛΛΗ
« ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΠΑΡΙΑΝΟΥ »
Προπολεμική Παροικιά
(στο βάθος το σχολείο Συγγρού και το Φραγκομονάστηρο)
"Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, της πρώτης γιορτής
του χρόνου, βγαίναμε πάλι στους δρόμους, με αναμμένα τα φαναράκια μας, για να
πούμε τα κάλαντα. Όσοι είχαν, κρατούσαν τις καράβες τους.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, δεν έλεγαν τα κάλαντα, μόνο
τα παιδιά. Κατέβαιναν στη Χώρα από την εξοχή και μεγάλα παιδιά και νέα
παλληκάρια ακόμα, με τουμπάκια, για να πουν τα κάλαντα και να οικονομήσουν το
χαρτζηλίκι τους. Για τους αναγνώστες μου, που δεν είναι Κυκλαδίτες, εξηγώ ότι
τα τουμπάκια είναι ένα…συγκρότημα από δύο όργανα: την τσαμπούνα, που είναι
φτιαγμένη από το ασκί, από το δέρμα μικρού ζώου και το τουμπάκι, ένα αυτοσχέδιο
μικρό τύμπανο, που το κτυπούν με δυο μικρά ξύλα και μ΄αυτό κρατούν το ρυθμό.
Ο ένας από τους δύο του συγκροτήματος, ο «τσαμπουνάρης»
φυσούσε στην τσαμπούνα με το μασούρι και έπαιζε το σκοπό, και ο άλλος ο
«τουμπακάρης» κτυπούσε με τα ξύλα το τουμπάκι και τραγουδούσε:
«… Άγιος Βασίλης
έρχεται και δεν μας καταδέχεται,
Από την Καισαρεία,
συ είς΄ αρχόντισσα, κυρία…»
Τα τελευταία προπολεμικά χρόνια, ζούσε στην Πάρο ένας τύπος
– δεν ήταν παριανός – που τον έλεγαν «Στελλάκη». Ήταν ήσυχος άνθρωπος. Γύριζε
στις γιορτές και τα πανηγύρια, έπαιζε με το βιολί τους διάφορους σκοπούς, από
την «Κομπαρσίτα» και «Τα κύματα του
Δουνάβεως», μέχρι νησιώτικους μπάλους και συρτούς και με φιλοδωρήματα, που του
έδιναν οι γλεντζέδες, ζούσε!
Ο Στελλάκης λοιπόν, απαραίτητα κάθε χρόνο, την παραμονή της
Πρωτοχρονιάς, γύριζε σπίτια και μαγαζιά, έπαιζε το βιολί του και τραγουδούσε με
έναν ιδιαίτερο σκοπό, πρωτοχρονιάτικα κάλαντα, με στίχους άλλους, εντελώς διαφορετικούς
από τους δικούς μας:
«Εις αυτό το νέον
έτος, Βασιλείου εορτήν, ήλθα να σας χαιρετήσω, με την πρέπουσαν ευχήν.
Να καλωσορίσω θέλω
τους αγαπημένους σας, με καλόν να τους ιδείτε, τους ταξιδεμένους σας…»
Το βράδυ της παραμονής, δεν είχαμε τότε «ρεβεγιόν». Δεν
περίμεναν οι άνθρωποι, διασκεδάζοντας, τα μεσάνυχτα, την αλλαγή του χρόνου.
Εμείς τα παιδιά, κοιμόμαστε νωρίς, για να πάμε την άλλη μέρα, πρωί στην
εκκλησία, για την πανηγυρική λειτουργία της διπλής γιορτής: Της Περιτομής του
Χριστού και του Αγίου Βασιλείου. Και ας
πούμε την αλήθεια: Πιστεύαμε τότε ότι η επικρατέστερη γιορτή, όχι μόνο από τις
δύο που γιορτάζονται την 1η Ιανουαρίου, αλλά και από όλες τις
γιορτές του Δωδεκαημέρου, ήταν εκείνη του Αγίου Βασιλείου, με τους μποναμάδες
και τα δώρα.
Τώρα που γράφω τις πρωτοχρονιάτικες αναμνήσεις μου από τα
παιδικά μου χρόνια, μου έρχεται στο νου το έθιμο του «ποδαρικού». Οι άνθρωποι
την εποχή εκείνη, έδιναν μεγάλη σημασία στο ποιος ή ποια θα ερχόταν στο σπίτι ,
μετά τον ερχομό του νέου χρόνου. Γι΄αυτό και η μάνα μου, όπως και πολλές άλλες
νοικοκυρές, από το βράδυ της παραμονής, πήγαινε μια εικόνα, αν θυμάμαι καλά,
της Παναγίας, στο διπλανό εκκλησάκι, την Βαγγελίστρα. Ανήμερα της πρωτοχρονιάς,
πρωί – πρωί, πριν ακόμα πάμε στην εκκλησία, πήγαινε στην Βαγγελίστρα και έφερνε
στο σπίτι μας την εικόνα.
Έτσι μας έκανε «ποδαρικό» η Παναγία και όχι κάποιος ή κάποια
που μπορούσε να μην έφερνε τύχη στο σπιτικό μας.
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, μετά τη λειτουργία, οι άνδρες,
πήγαιναν στα συγγενικά και φιλικά τους σπίτια, για να πούνε τις ευχές τους και
να δώσουν τους «μποναμάδες» στα παιδιά και ιδιαίτερα στα βαφτιστήρια τους. Σε
ορισμένα χωριά του νησιού, έλεγαν τους μποναμάδες και «καλλιστρίνες».
Το μεσημέρι στο εορταστικό τραπέζι, το ίδιο με τα
Χριστούγεννα μενού:
Κότα ή γαλοπούλα βραστή, σούπα. Στο τέλος του γεύματος, ο
νοικοκύρης του σπιτιού, έκοβε τη βασιλόπιτα και όλοι ανυπομονούσαμε να δούμε σε
ποιον θα πέσει το τυχερό νόμισμα: ένα κέρμα τυλιγμένο σε χρυσόχαρτο.
Στα φοινίκια των Χριστουγέννων, οι μανάδες μας, πρόσθεταν
την Πρωτοχρονιά τους κουραμπιέδες, όταν υπήρχε ζάχαρη και βούτυρο και τα
αγιοβασιλιάτικα κουλούρια. Αυτά, μέρες πριν, τα ετοίμαζαν οι νοικοκυρές και
επειδή, για να είναι αφράτα, η ζύμη απαιτούσε τρίψιμο πολύ, οι νεαροί πήγαιναν
από σπίτι σε σπίτι, για να βοηθήσουν τις κοπελιές, στο τρίψιμο της ζύμης. Και
κει πλεκόντουσαν αρκετά ειδύλλια.
Μαζί με τα αγιοβασιλιάτικα κουλούρια, οι νοικοκυρές,
έφτιαχναν από το ίδιο ζυμάρι και τις περίφημες «σκάρες», μια για κάθε μέλος της
οικογένειας. Οι σκάρες είχαν τετράγωνο σχήμα , με σταυρό στη μέση και εννέα
καρύδια ή αμύγδαλα. Τις έψηναν στο φούρνο, μαζί με τα κουλούρια και μετά τις
τοποθετούσαν στα εικονίσματα του σπιτιού. Εκεί έμεναν μέχρι την παραμονή των
Φώτων, που τις ράντιζαν με αγιασμό οι παπάδες, όταν πήγαιναν να αγιάσουν το
σπίτι. Από την άλλη μέρα μπορούσαμε να τις φάμε."