Απόσπασμα από
το βιβλίο του
ΠΑΝΑΓ. Ι. ΠΑΤΕΛΛΗ
« ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΠΑΡΙΑΝΟΥ »
"Μέσα σ’ αυτή την δύσκολη εποχή του χειμώνα, με τα τόσα προβλήματα, ερχόταν το Δωδεκαήμερο.
Ο πρώτος σταθμός της εορταστικής αυτής περιόδου, είναι τα Χριστούγεννα. Η μεγάλη γιορτή της
Χριστιανοσύνης. Είναι αλήθεια πως, τα Χριστούγεννα
της εποχής εκείνης, δεν είχαν την λάμψη
των σημερινών.
Χριστουγεννιάτικα στολίδια δεν υπήρχαν, ούτε στα σπίτια,
ούτε στους δρόμους.
Οι σημερινές χριστουγεννιάτικες συνήθειες που έχουν
μεταφερθεί στον τόπο μας από την Δύση, ήταν την εποχή εκείνη, άγνωστες. Το πρώτο χριστουγεννιάτικο
δένδρο, στην κωμόπολή μας, στολίστηκε στο σπίτι μου και παρακαλώ, αυτό να μην θεωρηθεί υπερβολή. Αυτό έγινε όταν ήμουνα μαθητής στην Α΄ τάξη του Δημοτικού, τα Χριστούγεννα του 1936. Οι γονείς μου, είχαν ζήσει πολλά χρόνια στην
Αίγυπτο και στο
Κάϊρο γεννήθηκα εγώ και τα Χριστούγεννα, ήταν η μεγαλύτερη γιορτή για τους πολυάριθμους
Ευρωπαίους, που ζούσαν τότε, στη χώρα του Νείλου.
Ο πατέρας μου,
λοιπόν, εκείνη τη χρονιά, σκέφθηκε να
στολίσει για μένα ένα χριστουγεννιάτικο
δένδρο! Έκοψε από ένα κοντινό περιβόλι
ένα κλαδί από κυπαρίσσι και το στόλισε με τα
στολίδια και τα παιγνίδια που
είχε φέρει από την Αίγυπτο, από τα χριστουγεννιάτικα δένδρα που στόλιζε στο σπίτι
μας, εκεί. Αυτό άρεσε πολύ στα παιδιά που
ερχόντουσαν στο σπίτι μου και τη
επόμενη χρονιά, στόλισαν
χριστουγεννιάτικο δένδρο και οι
φίλοι μου, Πέτρος και Δημητράκης, παιδιά του μακαριστού ιερέα Κωνσταντίνου
Χερουβείμ: ο αργότερα
παπα- Πέτρος, εφημέριος του
Ταξιάρχη της Παροικιάς και ο αδελφός του
Δημήτρης, απόστρατος
ταξίαρχος του στρατού . Την άλλη χρονιά, την κίνηση αυτή έκαναν και άλλα
παιδιά και σιγά – σιγά
καθιερώθηκε ο στολισμός
χριστουγεννιάτικων δένδρων, σ΄ όλα σχεδόν τα σπίτια της Παροικιάς.
Στην Πάρο,
θεωρούσαν βέβαια τα Χριστούγεννα, μεγάλη εορτή, αλλά και την πρωτοχρονιά « του
Αγίου Βασιλείου», όπως έλεγαν, και
τα Φώτα, δεν τις θεωρούσαν μικρότερες. Πάντως, εμείς τα παιδιά, είχαμε την ευεργετική μας τις δυο πρώτες γιορτές του Δωδεκαήμερου,
γιατί, τα Χριστούγεννα λέγαμε τα πρώτα
κάλαντα και την Πρωτοχρονιά, τα
δεύτερα και τελευταία. Κάλαντα την παραμονή των Φώτων και του
Λαζάρου, που έλεγαν και
εξακολουθούν να λένε τα παιδιά
σε άλλα μέρη της Ελλάδας, δεν
λέγαμε ποτέ στο νησί
μας
.
Πολλές μέρες πριν
απ’ τη μεγάλη γιορτή, μόλις άρχιζε το «Σαραντάμερο»,
όπως έλεγαν τότε τη νηστεία των Χριστουγέννων, τα παιδιά
βρισκόντουσαν σε μεγάλη
κινητικότητα και είχαν μεταξύ τους, συνεχείς «διαβουλεύσεις». Έπρεπε να κανονιστούν οι συντροφιές, που θα
γύριζαν τις παραμονές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, σε μαγαζιά και σπίτια, για να πουν τα κάλαντα. Εγώ, δεν
είχα ποτέ πρόβλημα επιλογής συντρόφου. Πάντα είμουνα με έναν πρώτο εξάδελφό
μου, λίγο μεγαλύτερο από μένα. Τον έλεγαν
Σπύρο Μαλατέστα. Ήταν ένα
πανέξυπνο, αλλά άτυχο παιδί. Χάθηκε το 1946, από βρογχίτιδα. Δεν είχαν
κυκλοφορήσει ακόμα τα αντιβιωτικά και τα άλλα σύγχρονα «θαυματουργά» φάρμακα.
Κρίμα, γιατί ήταν ένα
πολύ ζωντανό και όπως ανέφερα
παραπάνω, πολύ έξυπνο παιδί!
Πολλές φορές, οι
συντροφιές των παιδιών που έβγαιναν για τα κάλαντα, κρατούσαν ένα μικρό καράβι,
φτιαγμένο με μεράκι, από ξύλο ή λαμαρίνα. Δεν έλειπε,βέβαια, ο συναγωνισμός
μεταξύ των παιδιών, για το
ποιο καράβι ή για να ακριβολογήσω, ποια «καράβα» ήταν ωραιότερη και περισσότερο στολισμένη.
Θυμάμαι, μια
χρονιά, η αξέχαστη μάνα μου, μου
έδωσε ένα άδειο δοχείο
πετρελαίου, από λαμαρίνα, για να φτιάξω μ’ αυτό, μια καράβα. Το πήγα στον
μπάρμπα- Μήτσο Μπαρ-μπαρήγο, τον
επονομαζόμενο «Φαναρά», και τον παρακάλεσα
να μου φτιάξει μ’ αυτό μια καράβα. Μου
έφτιαξε – όπως την βλέπαμε τότε – ένα μικρό
κομψοτέχνημα. Με τον ξάδελφό μου
Σπύρο, της βάλαμε δυο
κατάρτια, ξάρτια, μπαστούνι,
πανιά και ένα φλόκο. Βάλαμε
και στο πίσω, το πρυμνιό κατάρτι, μια
ελληνική σημαία, «της θαλάσσης», όπως λέγαμε
τότε την εθνική σημαία, δυσανάλογα μεγάλη, με τις διαστάσεις της καράβας
μας!
Όταν ήλθε η ώρα για τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα, πήραμε την καράβα και βγήκαμε με τον Σπύρο, να
πούμε τα κάλαντα.
Κρατούσα το καράβι
μου με μεγάλη
περηφάνεια, το καμάρωνα και πίστευα
πως ήταν , αν όχι το καλύτερο, τουλάχιστον μέσα στα δυο
ή στα τρία
καλύτερα καράβια που
κυκλοφορούσαν τα παιδιά, στον
τόπο μας, εκείνη την χρονιά!
Για τα κάλαντα, βγαίναμε την
παραμονή της γιορτής, το βράδυ,
όταν σκοτείνιαζε. Κρατούσαμε πάντα, αναμμένα φαναράκια
του λαδιού.
Τα «ρεβεγιόν», που συνηθίζονται τώρα, την
νύχτα της παραμονής των
Χριστουγέννων, με γενναίο φαγοπότι
και χορούς, ήταν άγνωστα
εκείνα τα χρόνια.
Όλοι, μικροί - μεγάλοι,
κοιμόμαστε νωρίς, για να ξυπνήσουμε
την αυγή και να μην
πάμε καθυστερημένοι στην
εκκλησία!
Στις 5 τα
ξημερώματα, ανήμερα της γιορτής, κτυπούσαν οι καμπάνες. Εφημέριος στη Ζωοδόχο Πηγή, την ενορία
μας, ήταν τότε ο
μακαριστός πρωτοπρεσβύτερος Ιάκωβος Ευδαίμων,
ο αξέχαστος ιερέας
που άφησε εποχή στο νησί
μας, για το ήθος, την καλωσύνη και
την δραστηριότητά του.
Δεξιός ψάλτης, στη
Ζωοδόχο, ήταν ο
αείμνηστος ξάδελφός μου, Μιχάλης Μαύρης. Καλός ψάλτης,
ιεροπρεπής, με συναίσθημα στην
απόδοση των εκκλησιαστικών ύμνων.
Αριστερός, μέχρι και την
κατοχή, ο Νίκος Κόντες, γιος του
πρωτοψάλτη της Εκατονταπυλιανής, Κωνσταντή Κόντε.
Μετά την κατοχή, έφυγε για την Αθήνα και τον
διαδέχθηκε ο αείμνηστος Ελευθέριος Θηβαίος.
Ο «μπαρμπα – Λευτέρης», όπως
τον λέγαμε, εκτός από
ψάλτης, ήταν και
ο νεωκόρος του ναού
και κλητήρας της
Κοινότητας και ντελάλης
και μεταφορέας! Ωραίος τύπος, προκομένος
και ακούραστος, έψαλε χωρίς
φωνητικές εξάρσεις, με
μια ζεστή και
γλυκειά φωνή!
Ο ενοριακός ναός μας, η Ζωοδόχος μας, όπως ήταν
πριν από την κατεδάφιση και την ανοικοδόμησή του, αμέσως μετά τον
πόλεμο, από τον μακαριστό
π. Ιάκωβο Ευδαίμονα, ήταν ασφυκτικά
γεμάτος, από όλους σχεδόν τους ενορίτες του. ΄Ολοι
οι γεωργοί ήταν παρόντες. Ξυρισμένοι, καθαροί, με τα
υφαντά ρούχα τους ολοκάθαρα, μοσχοβολούσαν
από κείνο το ελαφρό άρωμα
της λεβάντας, που
έβαζαν οι νοικοκυρές στην «μπουγάδα»
τους!
Η χριστουγεννιάτικη λειτουργία τέλειωνε νωρίς το πρωϊ
και τρέχαμε στα σπίτια μας
για να φάμε τα «φοινίκια» - δεν ξέρω αν γράφω σωστά αυτή τη λέξη –
όπως λέγαμε τότε τα μελομακάρονα. Είχαν γίνει από την προηγούμενη μέρα, οι
μανάδες μας όμως, δεν μας έδιναν να τα
δοκιμάσουμε, λόγω της αυστηρής νηστείας, της παραμονής της γιορτής! Στην κατοχή,
που δεν υπήρχε ζάχαρη και το μέλι
ήταν λιγοστό, η μάνα μου,
όπως και οι άλλες νοικοκυρές,
έφτιαχναν τα φοινίκια με πετιμέζι. Είχαν σκούρο χρώμα και τους
έλειπε το άρωμα του μελιού, αλλά
για μας τα
παιδιά, την εποχή εκείνη,
δεν έπαυαν να
είναι . . . λιχουδιές!
Την καλή
προπολεμική εποχή, η χριστουγεννιάτικη
σούπα γινόταν από κομμάτια «γάλου», του τεράστιου
«διάνου», που κρεμόταν στο
«φανάρι»3 των
τροφίμων και τρωγόταν
σιγά – σιγά, τις μέρες που μεσολαβούσαν,
από τα Χριστούγεννα, μέχρι την
Πρωτοχρονιά.
Την παραμονή
της Πρωτοχρονιάς, την θέση
του προηγούμενου, έπαιρνε ο καινούργιος
γάλος, που κρατούσε μέχρι
τα Θεοφάνεια, κι’ ακόμα
περισσότερο, στη δική μας
τριμελή οικογένεια. Από τον γάλο, ένα μέρος έκανε η μάνα μου, όπως είπαμε
βραστό, ένα άλλο,
συνήθως τα πλατάρια, φρικασέ,
άλλο στον φούρνο με πατάτες ή κοκκινιστό.
Έκανε, ακόμα και ντολμάδες,
με το ψαχνό του
στήθους.
Έτσι περνούσαν οι μέρες, ξέγνοιαστες, με γλυκίσματα, με
παιγνίδια, χωρίς μαθήματα
και χωρίς μελέτη,
μέχρι που ερχόταν
η δεύτερη μεγάλη
γιορτή του Δωδεκαήμερου. Η
Πρωτοχρονιά."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου