Ο Γιάννης, ο αδελφός της Κούλας 6 χρονών τότε, έβλεπε αυτά που συνέβαιναν στην κατοικιά τους, αλλά λίγα καταλάβαινε. Και ένα από αυτά, ότι οι κακοί ήταν οι ιταλοί.
Μια μέρα που οι ιταλοί βρίσκονταν κοντά στην Κατοικιά, και τους είδε να ανεβαίνουν την πλαγιά ψάχνοντας το Χάρη, ειδοποίησε την αδελφή του και εκείνη, που ήξερε την κρυψώνα, έτρεξε, τον βρήκε και του φώναξε: «Μπάρμπα, φύγε από δω και πήγαινε στο άλλο χωράφι». Εκείνος κατάλαβε περί τίνος επρόκειτο και πήγε σε άλλη κρυψώνα.
Ο Γιάννης, που τώρα διανύει το 86ο έτος, ήταν παρών στη συζήτηση που είχα με την Κούλα και κάποιες φορές την διέκοπτε, οσάκις θυμόταν κάποιο συμβάν.
Ερώτηση: Πες μου, Κούλα, τώρα πως συλλάβανε τη μητέρα σου.
Πριν μιλήσει η Κούλα, παρεμβαίνει ο Γιάννης, στη συζήτηση.
Γιάννης: Θυμάμαι πολύ καλά τι συνέβη εκείνο το βράδυ. Ήταν περίπου 9 η ώρα, όταν μπήκαν 9 ιταλοί στο σπίτι. Ερευνήσανε όλο το σπίτι, γιατί ψάχνανε το Χάρη. Ο Χάρης ήταν μέσα στο σπίτι, αλλά όταν πήρε είδηση τους ιταλούς πρόλαβε και έφυγε από ένα παράθυρο που υπήρχε στην πίσω πλευρά του σπιτιού.
Μετά από μια ώρα οι ιταλοί επέστρεψαν και αυτό γινόταν κάθε μια ώρα μέχρι τις 12 τα μεσάνυχτα, όπου εμφανίστηκαν 12 ιταλοί και στήσανε ένα πολυβόλο έξω από την πόρτα. Η καημένη η μάνα μας τρόμαξε και από τότε έπαθε η καρδιά της. Την πήρανε τη μάνα μας ενώ ήτανε λεχώνα.
Κούλα: Άμα πήρανε τη μάνα μας, έτρεξα και πήγα πιο κάτω που ήταν το σπίτι της γιαγιάς μου. Της λέω, «Γιαγιά, έλα στο σπίτι γιατί οι ιταλοί πήραν τη μάνα και εγώ δεν ξέρω τι να κάνω με το μωρό». Και εκείνη μου απάντησε: «Εγώ δεν έρχομαι απάνω τέτοια ώρα». Φοβότανε η κακομοίρα, γριά γυναίκα.
Αφού πέρασε η βδομάδα και η μαμά μου δεν ερχότανε, λέω στη θεία μου την Ζαμπέτα, την αδερφή του μπαμπά μου, που έμενε παρακάτω: «Βρε θεία σε παρακαλώ, να πάμε το μωρό στη χώρα να το βυζάξει και το παίρνομε πάλι και ερχόμαστε πίσω». Δεν μου έφερε αντίρρηση η θεία μου. «Πάμε» μου είπε. Γιατί στο μωρό δίναμε μόνο χαμομήλι, επειδή τότε δεν τους δίνανε γάλα. Οι μανάδες τα βυζαίνανε τα μωρά. Αφού ξεκινήσαμε με τη θεία μου με το γαϊδουράκι, μόλις φτάσαμε στις καλαμιές, στον δεύτερο ποταμό, προτού φτάσουμε στα Κακάπετρα, βλέπω τη μάνα μου που ερχότανε με τα πόδια έξω. Κουρελιασμένη, τα μαλλιά της πεσμένα. Νόμιζες πως έβλεπες ένα φάντασμα. Μόλις την είδα της λέω: «Βρε μάνα τι έγινες; Γιατί δεν ερχόσουνα;» «Με είχανε φυλακισμένη και με ανακρίνανε και δεν μπορούσα να φύγω». Μετά την ξαναπήρανε τη μάνα και εγώ της πήγαινα το μωρό για να το θηλάζει. Και αυτό βάστηξε μήνες. Το μωρό μας είχε υποσχεθεί ο Χάρης να το βαφτίσει. Άμα τέλειωσε ο πόλεμος ο Χάρης ήρθε στο σπίτι μας και το βάφτισε. Το βγάλαμε Μαρία. Έγινε μεγάλο γλέντι στο σπίτι που κράτησε 3 μέρες, λες και ήταν γάμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου