Λόγω της ενασχόλησής μου αυτό το διάστημα με την επισκευή και τη συντήρηση της μονής του Αγίου Αρσενίου μαζί με μια εξαίρετη ομάδα πιστών και φίλων της μονής, έχω έλθει σε επαφή με κατοίκους της περιοχής. Πρόσφατα βρέθηκα στο σπίτι της Κυριακής Αλιπράντη, κόρης του Σταύρου Αλιπράντη και μιλήσαμε αρκετά για τον πατέρα της αλλά και για τον σημαντικό ρόλο που έπαιξε πλάι του.
Η Κυριακή (Κούλα) Αλιπράντη είναι πλέον 90 ετών, αλλά διαθέτει πλήρη διαύγεια και θυμάται πολύ καλά τα όσα έζησε εκείνη την ταραγμένη εποχή σε ηλικία περίπου 10 ετών.
Μεταφέρω μερικά αποσπάσματα από τη συνομιλία που είχαμε, όπως ακριβώς μου τα είπε:
Ερώτηση: Πες μου Κούλα, πότε είδες για πρώτη φορά τον Χάρη Γραμματικάκη;
Απάντηση: Ήταν βράδυ, όταν μας επισκέφτηκε στο σπίτι μας ο Γραμματικάκης μαζί με ένα κύριο ξανθό που δεν μιλούσε καθόλου. Μετά κατάλαβα πως ήταν εγγλέζος, γιατί ο μπαμπάς μου, όπου πήγαινε με έπαιρνε μαζί του. Γιατί ο Χάρης ήθελε ένα μικρό πιτσιρίκι κορίτσι ή αγόρι που να είναι έμπιστο για να το στέλνουν σε διάφορα μέρη. Και ο μπαμπάς μου πήρε εμένα και δοκιμάσανε εμένα. Εγώ τότε ήμουν 10 χρονών και το Χάρη τον αποκαλούσα μπάρμπα. Εκείνο το βράδυ είπαν διάφορα με τον μπαμπά μου, αλλά εγώ δεν κατάλαβα τίποτα.
Ο μπαμπάς μου με έπαιρνε μαζί του και πηγαίναμε στην Αντίπαρο. Και τότε που έγινε η μάχη στο σπίτι του Τζαβέλα, ο μπαμπάς μου ήταν μέσα και το’σκασε μαζί με τον Τζαβέλα.
Περάσανε με βάρκα απέναντι και ο Τζαβέλας κρυβότανε στο σπίτι μας.
Ο Χάρης κρυβόταν σε μια σπηλιά στο Σαρακίνικο.
Αργότερα πιάσανε τον Τζαβέλα και τον πατέρα μου οι ιταλοί τον παρακολουθούσανε. Ήταν οικοδόμος και κυκλοφορούσε μέσα στη Χώρα. Έχω και φωτογραφία του, που δούλευε στην οικοδομή. Ο πατέρας μου δεν ξέρω πως τα κατάφερνε και όταν τέλειωνε τη δουλειά του, πήγαινε και εύρισκε το Γραμματικάκη το Χάρη και μιλούσανε. Τι λέγανε δεν ξέρω, γιατί δεν ήμουν μπροστά. Κάποια στιγμή όμως πιάσανε τον πατέρα μου, γιατί τον προδώσανε. Γιατί π.χ. εγώ έχω εμπιστοσύνη σε εσάς και εσείς είστε ρουφιάνος. Είχε πάρει κάποιον για βοηθό του στην Αντίπαρο γιατί φτιάχνανε μια στέρνα στο Δεσποτικό, απέναντι από την Αντίπαρο, για να κρύβουνε όπλα και άλλα, που έφερναν τα υποβρύχια και αυτός μίλησε.
Ερώτηση: Πες μου τώρα πως πιάσανε τον πατέρα σου;
Κούλα: Αφού τον προδώσανε ήρθανε οι ιταλοί νύχτα στο σπίτι μας και το κύκλωσαν. Στη 5 το πρωί πριν βγει ο πατέρας μου προς νερού του, άνοιξε το πάνω φύλλο της πόρτας και τους είδε. Η πόρτα τότε ήταν μισή. Άνοιγε ξεχωριστά το πάνω μέρος. Όταν τους είδε έκλεισε την πόρτα, ξυπνάει εμένανε, σηκώνει τη μάνα μου και γυρίζει σε μένα και μου λέει: « Πρόσεξε καλά μικρή, από ό,τι ξέρεις, από ό,τι είδες (και στη μάνα μου το είπε αυτό), αν με βάλουνε φυλακή οι ιταλοί και μιλήσετε και πείτε το παραμικρό, εγώ θα σας σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια, αν γλυτώσω». «Να το ξέρετε» γύρισε και μας είπε. Και ανοίγει την πόρτα. Αυτοί δεν ξέρανε το σπίτι και τους έφερε ο Νικολός ο αγροφύλακας, όχι ότι ήταν προδότης ο άνθρωπος, αλλά ήξερε το σπίτι και του είπαν να τους πάει. Ο Νικολός είπε στο μπαμπά μου: «Σταύρο, μου το ζητήσανε και τους έφερα. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Αναγκάστηκα και τους έφερα». Ο μπαμπάς μου πήγε στη μάντρα με συνοδεία 3 ιταλούς για να κάνει το νερό του και μετά γύρισε, ντύθηκε και αφού ντύθηκε σαν κύριος, ανοίγει την πόρτα και τους λέει: «Είμαι έτοιμος». Τον πήρανε και φύγανε. Τον ανακρίνανε και μετά τον αφήσανε ελεύθερο και γύρισε σπίτι. Δεν του πήρανε λέξη. Μετά όμως τον επαίρνανε κάθε μέρα για ανάκριση. Εμένα με έπαιρνε μαζί με το μουλάρι να τονε πηγαίνω στη Χώρα και να περιμένω να δω, αν θα τον αφήσουν να φύγει. Ο πατέρας ήταν εκεί στον τοίχο στημένος, με τα χέρια κάτω, ένα ξίφος στο ένα αυτί, ένα ξίφος στο άλλο αυτί και του ρίχνανε με το κοντάκι στο πρόσωπο. Εδώ (δείχνει) τα δόντια του, του τάχανε σπασμένα. Στα πλευρά τον χτυπούσανε κάθε φορά που πήγαινε σε ανάκριση. Του έχυναν και καυτό λάδι στα χέρια. Άμα τέλειωσαν την ανάκριση έπειτα από λίγες μέρες τον φυλακίσανε σε ένα δωμάτιο στην Πάνδροσο μαζί με άλλους. Τους είχανε κλειστούς μέσα. Εκεί κάνανε την ανάγκη τους, εκεί κοιμόντανε, εκεί τρώγανε. Του πήγαινα κάθε μέρα φαΐ. Αυτά δεν τα ξεχνάω. Όταν έρχομαι εδώ στο σπίτι (στο πατρικό), όλα τα βλέπω, σαν να έγιναν τώρα. Γιατί τα έζησα. Μπορεί να μην θυμάμαι το φαΐ που έφαγα χθες, αλλά αυτά που έζησα με τον πατέρα μου και τους ιταλούς δεν θα τα ξεχάσω μέχρι να κλείσω τα μάτια μου.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου