Του Κώστα Βάρναλη
Φεύγεις πάνου στην άνοιξη, γιέ μου καλέ μου,
Άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη γιέ μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
Καθώς κλαίει, σαν της παίρνουν το τέκνο, η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυό σου τα μάτια μεγάλα:
τρέχουν αίμα τα στήθια, που βύζαξες γάλα.
Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου
στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας νά μπεις!
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)
δεν ηξέραν ακόμα ούτε ποιό τ΄όνομά σου!
Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη...
Δολερά ξεσηκώσανε τ΄άγνωμα πλήθη
κι όσο ο γήλιος να πέσει και νά΄ρθει το δείλι,
το σταυρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κ΄οι φίλοι.
Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι΄ακόμα,
σα ρωτήσανε:"Ποίος ο Χριστός;" τ είπες"Να με"!
Αχ! δεν ξέρει, τι λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ΄έμαθ΄ακόμα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου