Κάθε χρόνο το Νοέμβρη, στη γιορτή της Εθνικής Αντίστασης, ξυπνούν οι μνήμες και φέρνουν στην επιφάνεια πράξεις ηρωικές Ελλήνων πατριωτών, που αδιαφορώντας για το τίμημα, που συχνά ήταν η ίδια τους η ζωή, πολέμησαν τους φασίστες και ναζήδες κατακτητές της πατρίδας μας με κάθε μέσον και με όποιο τρόπο μπορούσαν.
Η Πάρος σ΄αυτόν τον αγώνα ήταν παρούσα, με επώνυμους και ανώνυμους αγωνιστές από τις πρώτες μέρες της ιταλικής κατοχής με τη γνωστή υπόθεση της προδομένης βάσης της Αντιπάρου, που κόστισε ζωές, φυλακίσεις και εξορίες στα κολαστήρια της ναζιστικής Γερμανίας, από τα οποία ορισμένοι συμπατριώτες μας δεν επέστρεψαν ποτέ στη γενέτειρα γη.
Το σημείωμά μου αυτό έχει να κάνει με έναν αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, που ελάχιστα γνωρίζουν οι νεότεροι και που απουσιάζει συχνά από τη συλλογική μας μνήμη, όταν αναφερόμαστε στα γεγονότα της Αντιπάρου.
Πρόκειται για το Νικόλαο Ι. Τσαντάνη τον επονομαζόμενο Νταλιό.
Πριν ξεσπάσει η θύελλα που έφερε τα πάνω κάτω στη ζωή του, είχε μια ήρεμη οικογενειακή και επαγγελματική διαδρομή με τα πέντε του παιδιά, τη γυναίκα του και το πετρελαιοκίνητο αλιευτικό του σκάφος.
Όμως στη ζωή στον καθένα μας έρχεται η στιγμή που καλείται να πει το μεγάλο ΝΑΙ ή το μεγάλο ΟΧΙ.
Και όταν ζητήθηκε από το Νικολό Τσαντάνη να μεταφέρει με το καΐκι του Εγγλέζους στρατιώτες από τις ακτές της Αττικής στην Βάση της Αντιπάρου, ως ενδιάμεσο σταθμό, με προορισμό τη Μέση Ανατολή, δεν δίστασε, είπε το μεγάλο ΝΑΙ. Στη ζυγαριά βάρυνε περισσότερο το πατριωτικό καθήκον, αν και γνώριζε το μέγεθος του κινδύνου που διέτρεχε ο ίδιος και η πολυμελής οικογένειά του, με 13 χρόνων το μεγαλύτερο παιδί και 4 μηνών το μικρότερο.
Με αυτά τα καΐκια μεταφέρονταν οι Εγγλέζοι από τις ακτές της Αττικής στην Αντίπαρο.
Και τα δρομολόγια ξεκίνησαν. Ο Νικολός ήταν που μετέφερε τους πρώτους Άγγλους στρατιώτες στη βάση της Αντιπάρου με το πετρελαιοκίνητο «Δέσποινα».
Κυβερνήτης ο ίδιος με τον αδελφό του Φραγκίσκο στη μηχανή. Νυχτερινό το ταξίδι με τον μοιραίο Άγγλο υπολοχαγό Άτκινσον, πλάι στο Νικολό, να ανησυχεί για την πορεία του ταξιδιού και το Νικολό να του απαντάει ότι «τη νύχτα ταξιδεύουμε με μεγαλύτερη ασφάλεια, γιατί προσέχουμε περισσότερο και πήγαινε να κοιμηθείς».
Όμως όπου οι ήρωες, εκεί και οι προδότες. Και η βάση προδόθηκε με τα γνωστά αιματηρά γεγονότα και με το Νικολό να συλλαμβάνεται πρώτος μαζί με τον αδελφό του Φραγκίσκο από τους Ιταλούς ξημερώνοντας των Φώτων το 1942 μαζί με πολλούς άλλους, όσους οι προδότες κατέδωσαν αργότερα και όσους άλλους ανέφερε ο Άτκινσον κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων.
Και το μαρτύριο για το Νικολό άρχισε. Από την Πάρο, μεταφορά στις φυλακές των Λαζαρέτων στη Σύρο, Από τη Σύρο στις φυλακές της Ρόδου, από τη Ρόδο στις φυλακές του Αβέρωφ στην Αθήνα και μετά, στις 17 Φεβρουαρίου του 1943, στο ιταλικό στρατοδικείο με καταδίκη σε ισόβια κάθειρξη και με τους άλλους αγωνιστές να εκτελούνται στις 23 Φεβρουαρίου, ανάμεσά τους και ο αδελφός του Φραγκίσκος. Και η συνέχεια στις φυλακές Κατατζάρο της Σικελίας κάτω από δυσμενείς και απάνθρωπες και εκεί συνθήκες. Το μαρτύριο αυτό κράτησε 20 μήνες μέχρι το Σεπτέμβριο του 1943, όταν η Ιταλία συνθηκολόγησε και αμερικανικά και εγγλέζικα πλοία μετέφεραν τους φυλακισμένους, ελεύθερους πια, στην Αλεξάνδρεια. Εκεί παρέμεινε ο Νικολός μέχρι το τέλος του πολέμου, επιστρέφοντας στην Ελλάδα και στην Πάρο το 1945.
Αγνώριστος από τις ταλαιπωρίες που τον σημάδεψαν, γεμάτος θλίψη και πίκρα που γύρισε χωρίς τον αδελφό του και οικονομικά κατεστραμμένος, έτοιμος όμως να προσφέρει στην πολυμελή του οικογένεια αυτά που στερήθηκαν κατά τα χρόνια της απουσίας του.
Κάποιοι εδώ στην Πάρο λησμόνησαν τον αγνό και τίμιο πατριώτη και σε επίσημες εκδηλώσεις για την Αντίσταση δεν αναφέρθηκε ποτέ το όνομά του, αλλά και σε μια εκπομπή της κρατικής τηλεόραση για τα γεγονότα της Αντιπάρου ξέχασαν να τον αναφέρουν και αυτό το πίκρανε πολύ.
Αλλά και το επίσημο κράτος δεν πήγε πίσω. Ούτε τα χρόνια της φυλακής δεν του αναγνώρισαν για να προστεθούν στην υπηρεσία του ως καπετάνιου στο Ναυτικό απομαχικό Ταμείο. Και ο ίδιος, ως αντιστασιακός, δεν έκανε καμιά ενέργεια για να πάρει σύνταξη, αν και ήταν μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης, όταν συνταξιοδοτούσαν ακόμα και 12χρονα παιδιά.
Η ταυτότητα του αντιστασιακού του Νικολού Τσαντάνη
«Οι υψιπέται αετοί», όπως μου έλεγε, ο γιος του Απόστολος, «δεν ενήργησαν για χρήματα, αλλά γιατί έβαλαν βαθιά μέσα στην καρδιά τους την πατρίδα, πιο πολύ και από την οικογένειά τους».
Έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών, το 1991, έχοντας ήσυχη τη συνείδησή του, ότι σε δύσκολες μέρες για τη πατρίδα, έπραξε αυτό έπρεπε.
Εσχάτως και με απόφαση της επιτροπής ονοματοθεσίας, έπειτα από σχετικό αίτημα του γιού του Απόστολου, ο Δήμος Πάρου έδωσε το όνομα του Νικολάου και Φραγκίσκου Τσαντάνη σε δρόμο της πρωτεύουσας του νησιού.
Κάτι είναι κι αυτό για τον ξεχασμένο αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, για να τον θυμούνται οι παλιοί και να τον γνωρίσουν οι νεότεροι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου