Wikipedia

Αποτελέσματα αναζήτησης

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017

Τα έθιμα των Φώτων πριν από τον πόλεμο

Απόσπασμα  από  το  βιβλίο  του  ΠΑΝΑΓ. Ι.  ΠΑΤΕΛΛΗ
« ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ  ΕΝΟΣ  ΠΑΡΙΑΝΟΥ »


Στις 5 Ιανουαρίου, παραμονή της μεγάλης εορτής τω Θεοφανείων, γινόταν και στους δύο ενοριακούς ναούς, ο μικρός αγιασμός και στη συνέχεια, οι εφημέριοι και των δύο ενοριών, γύριζαν όλη την κωμόπολη – δεν περιορίζονταν δηλαδή μόνο στην ενορία τους – και «βάφτιζαν» καταστήματα, σπίτια, πιστούς.

Η ακολουθία του μικρού αγιασμού, άρχιζε στις 4 μετά τα μεσάνυκτα και το πρωί είχε τελειώσει, για να μπορέσει ο ιερέας να αγιάσει όλα τα σπίτια και όλους τους πιστούς.


Ο μακαριστός π. Ιάκωβος Ευδαίμων

Ήμουνα μεταξύ των παιδιών που συνόδευαν, κάθε χρόνο τέτοια μέρα, τον εφημέριο της Ζωοδόχου Πηγής, της ενορίας μας, π. Ιάκωβο Ευδαίμονα, σ΄αυτήν την αποστολή. Κρατούσα πάντα την αγιαστούρα, το μεταλλικό σκεύος που είχε μέσα τον αγιασμό. Ο ιερέας, σε κάθε σπίτι που πηγαίναμε, ράντιζε πρώτα με αγιασμό τους χώρους του σπιτιού και «φώτιζε» τους ένοικους με ένα κλωνάρι ξερό βασιλικό, που είχε βουτήξει στον αγιασμό, αφού προσκυνούσαν πρώτα τον Τίμιο Σταυρό.

Εκείνοι, έριχναν στην αγιαστούρα με τον αγιασμό, τα κέρματα που είχαν ευχαρίστηση.
Η καλή μας ήταν, όταν επισκεπτόμαστε για να φωτίσουμε τον αείμνηστο στρατηγό Βεντήρη, που ήταν εξόριστος στην Πάρο, τον καιρό της δικτατορίας του Μεταξά.
Έμενε στο μικρό σπίτι της κ. Μαργαρίτας Χατζηλαζάρου, στην παραλία, που κάποτε στέγαζε τον Ο.Τ.Ε. και σήμερα την καφετέρια «κακάο».
Ο στρατηγός, έδινε στον ιερέα ένα χαρτονόμισμα και σε κάθε παιδί από μας, ένα ολόκληρο τάληρο! Μεγάλο ποσόν, για τα παιδιά, την εποχή εκείνη! Ήταν ο μόνος που έδινε φιλοδώρημα στα παιδιά, εκείνη την ημέρα!

Ο π. Ιάκωβος, κανόνιζε κάθε χρόνο να αγιάζει το σπίτι μας, που είναι στα όρια των δύο ενοριών, το μεσημέρι. Εκεί, ο ίδιος και τα παιδιά που τον συνοδεύαμε, τρώγαμε το μεσημεριανό μας.
Η μητέρα μου, κάθε χρόνο, ετοίμαζε το ίδιο φαγητό: ρεβύθια βραστά με ντομάτα, χωρίς λάδι, λόγω της αυστηρής νηστείας εκείνης της ημέρας, αφού την επόμενη θα πίναμε Μεγάλο Αγιασμό.
Τα ρεβύθια συνόδευαν ελιές και εάν το επέτρεπε ο καιρός και υπήρχε, χταπόδι ψητό. Μετά το φαγητό, συνεχίζαμε το έργο μας μέχρι αργά τη νύχτα, για να μη μείνει καμιά οικογένεια παραπονεμένη.

Την άλλη μέρα, ήταν τα «φώτα». Πολύ μεγάλη γιορτή! Στην ξύλινη εξέδρα την στολισμένη με μυρτιές και δάφνες, γινόταν ο Μεγάλος Αγιασμός.
Όταν τέλειωνε η ακολουθία, έπιναν από αγιασμένο νερό, όλοι όσοι είχαν νηστέψει την προηγούμενη μέρα. Σύμφωνα με όσα επικρατούσαν τότε στο νησί μας, τον Μεγάλο Αγιασμό, δεν τον παίρναμε και δεν τον φυλάγαμε στα σπίτια μας. Μόνο τον πίναμε στην εκκλησία. «Είναι η δεύτερη κοινωνία», έλεγε η μάνα μου!

Μετά το Μεγάλο Αγιασμό, γινόταν η κατάδυση του Τιμίου Σταυρού, στη θάλασσα. Την τελετή αυτή πραγματοποιούσε μόνον η Εκατονταπυλιανή. Η πομπή ξεκινούσε από τον αρχαίο ναό μας. Μπροστά τα εξαπτέρυγα και τα λάβαρα και στη συνέχεια οι ιερείς και των δύο ενοριών και ο Μητροπολίτης, που βρισκόταν συχνά, τη γιορτή αυτή, στο νησί μας.

Ο Τίμιος Σταυρός έφθανε στο λιμάνι, στα χέρια του πρώτου στην τάξη κληρικού. Όλοι οι κάτοικοι της κωμόπολης, κατέβαιναν εκεί, για να παρακολουθήσουν από τις προβλήτες και τα κρηπιδώματα, την ιερή τελετή.


Την εποχή εκείνη, δεν έπεφταν στη θάλασσα για να πιάσουν τον Τίμιο Σταυρό δύο-τρεις έφηβοι, όπως γίνεται τώρα. Έπεφταν πολλοί νέοι και μεγάλοι ακόμα άνδρες, οι περισσότεροι ψαράδες, και από την ¨Σκάλα», την προβλήτα που χρησιμοποιούσαν οι επιβάτες των βαποριών και από πολλές βάρκες, που κατέκλυζαν τον θαλάσσιο χώρο, στον οποίο θα γινόταν η κατάδυση του Σταυρού.
Μετά την μικρή ακολουθία και την ανάγνωση του Ιερού Ευαγγελίου, ο προεστώς των κληρικών, ψάλλοντας το απολυτίκιο της εορτής: «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε…» έριχνε στη θάλασσα τον Τίμιο Σταυρό.

ΟΙ κολυμβητές, βουτούσαν τότε από τη Σκάλα και τις βάρκες. Μετά τη μικρή μάχη «σώμα προς σώμα», που γινόταν στη θάλασσα, ο τυχερός που έπιανε τον Τίμιο Σταυρό, τον πήγαινε στους ιερείς. Εκείνοι τον ασπαζόντουσαν και τον παρέδιναν πάλι, σ΄αυτόν που τον είχε ανασύρει από την θάλασσα. Αυτός τον τοποθετούσε σε δίσκο με λίγα λουλούδια και με την συντροφιά του, τον περιέφερε σ΄όλη την Παροικιά, από σπίτι σε σπίτι και από μαγαζί σε μαγαζί. Οι άνθρωποι ασπάζονταν τον Σταυρό και έριχναν στον δίσκο ένα ή περισσότερα κέρματα!

Μέχρι εδώ ήταν καλά. Η συνέχεια όμως τις περισσότερες φορές δεν ήταν καλή. Με τα χρήματα που συγκέντρωναν από την προσκύνηση του Σταυρού, οι «βουτηχτές» πήγαιναν στις ταβέρνες και έπιναν κρασί, με απαράδεκτη πολλές φορές κατάληξη. Δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο, να μεθούν, να μαλώνουν μεταξύ τους ή και με άλλους, να βρίζονται και να βρίζουν, πολλές φορές και τον Τίμιο Σταυρό!
Για τον λόγο αυτόν, ένας Μητροπολίτης, νομίζω ο μακαριστός Αμβρόσιος Αντωνόπουλος, κατήργησε αυτό το απαράδεκτο έθιμο. Απαγόρεψε την περιφορά του Τιμίου Σταυρού, στα μαγαζιά και τα σπίτια, για τη συλλογή χρημάτων. Στον τυχερό που τον ανέσυρε από την θάλασσα, η Εκατονταπυλιανή του χάριζε ένα μικρό χρυσό σταυρό, με αλυσίδα, για να τον φορεί και να θυμάται το κατόρθωμά του. Αυτό γίνεται μέχρι σήμερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: