Οι κληθέντες υπό τα όπλα άνδρες έφταναν το πρώτο πρωί της
επιστράτευσης στα ορισμένα κέντρα κατά πυκνές ομάδες. Μπορούσε κανείς να
παρατηρήσει απερίγραπτες σκηνές ενθουσιασμού στα κέντρα αυτά και μάλιστα
ενθουσιασμού από τον οποίο έλειπε κάθε νότιος θεατρινισμός και κάθε
συναισθηματική επιπολαιότητα. Μεταξύ των εκατοντάδων που είχαν ντυθεί στο χακί
και τους οποίους είδα με τα μάτια μου, μόνο έναν είδα δακρυσμένο. Αποχαιρετούσε
τους γονείς του που είχαν έλθει ως τον στρατώνα και έφευγε για το μέτωπο.
Ο πατέρας του, ένας χωρικός, του έδωσε το χέρι και τον
άκουσα να του λέει : «Μην κλαις. Αποφάσισε ήσυχα ότι θα σκοτωθείς. Αν πεθάνεις,
επειδή δεν έχω άλλο παιδί, θα πάρω εγώ τη θέση σου στο μέτωπο». Παρόμοιες
ιστορίες ακούγονται παντού στους δρόμους, όλες αυθόρμητες.
Αν οι Ιταλοί είχαν στηρίξει τις πληροφορίες τους σε ανάλογες
μικρές ιστορίες του λαού και δεν βασιζόταν στις «βόμβες» των νεήλυδων πρακτόρων
τους, δεν θα είχαν υποστεί τόσες εκπλήξεις από τη στάση των Ελλήνων.
Δεκατέσσερις μέρες μετά την έναρξη του πολέμου η ατμόσφαιρα ενθουσιασμού
εξακολουθεί να υπάρχει στην Αθήνα. Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι ο λαός
χαρακτηρίζει αυτόν τον πόλεμο ως δικό του πόλεμο και κατέχεται από το αίσθημα
ότι αγωνιζόμενος υπηρετεί το Δίκαιο.
Για ένα φτωχό λαό, ο οποίος μόλις πριν από 100 έτη
θυσιάστηκε σύσσωμος και προτίμησε την πλήρη αθλιότητα προκειμένου να ζήσει ελεύθερος,
η εθνική του ανεξαρτησία, όσο και αν αυτό φαίνεται άποψη αναχρονιστική, δεν
είναι έννοια χωρίς περιεχόμενο, ιδιαίτερα απέναντι σε έναν εχθρό όπως οι
Ιταλοί».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου