Wikipedia

Αποτελέσματα αναζήτησης

Κυριακή 7 Ιουλίου 2019

Εθνικές εκλογές 2019: Απόψε το βράδυ θα απαντηθούν δύο βασικά ερωτήματα: θα προκύψει αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας; το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι διαχειρίσιμο από τον Τσίπρα;


Οι εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 θα μείνουν στην πολιτική ιστορία της πατρίδας μας, ως οι πλέον αδιάφορες για τους Έλληνες, παρά τις προσπάθειες των κομμάτων να τους ενεργοποιήσουν με κάθε διαθέσιμο μέσον. 

Οι πρόσφατες ευρωεκλογές  με το περιεχόμενο που τους έδωσε η κυβέρνηση, που θύμιζαν περισσότερο εθνικές εκλογές, δρομολόγησαν εξελίξεις που οδήγησαν στις βουλευτικές εκλογές της 7ης Ιουλίου με νωπή την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα με τη διαφορά των 10 μονάδων υπέρ της Ν.Δ.

Με δεδομένο αυτό το αποτέλεσμα και με πιθανό ενδεχόμενο σχεδόν με την ίδια διαφορά να κερδίσει τις εκλογές η Ν.Δ. το εκλογικό σώμα  παρέμεινε παγερά αδιάφορο, αφού του ήταν γνωστό από πριν αυτό που πρόκειται να συμβεί.

Έτσι  οι ψηφοφόροι γύρισαν την πλάτη στα κόμματα, ψηφίζουν σήμερα στα πλαίσια μιας τυπικής δημοκρατικής εκλογικής διαδικασίας, ενώ αρκετοί είναι εκείνοι που προτίμησαν τις παραλίες  ή τις διακοπές τους.

Αυτό που απέμενε και ενδιέφερε κυρίως τα δύο μεγάλα κόμματα, όχι όμως και το πλήθος των ψηφοφόρων, ήταν η προσπάθεια της Ν.Δ. να κερδίσει την αυτοδυναμία και η αντίρροπη προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να μειώσει τη διαφορά των ευρωεκλογών με αύξηση του ποσοστού του, με πιθανό ενδεχόμενο τη στέρηση της αυτοδυναμίας και επομένως τη σύμπραξη της Ν.Δ. με το ΚΙ.ΝΑΛ., ώστε ο ΣΥΡΙΖΑ να κυριαρχήσει  στο χώρο της κεντροαριστεράς ή σε διαφορετική περίπτωση να οδηγηθούμε σε δεύτερες εκλογές με απλή αναλογική.

Η αδιαφορία όμως του κόσμου  γι΄αυτές τις εκλογές έχει βαθύτερα αίτια, που ξεκινούν σχεδόν από την αρχή της τετραετίας του ΣΥΡΙΖΑ.

Οι εξαγγελίες  για μια δυναμική αναμέτρηση με τους δανειστές, που ξεκίνησε αμέσως μετά τις εκλογές του Γενάρη του 2015 και κατέληξε στην οδυνηρή ήττα του Ιουλίου του ίδιου έτους με την υπογραφή του 3ου μνημονίου, διέγραψε την πορεία της κυβέρνησης, αφού υποχρεώθηκε να προσθέσει και νέα βάρη στον ελληνικό λαό και ιδιαίτερα στη μεσαία τάξη, που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά την ελληνικής οικονομίας.

Τα όποια μέτρα που ανακούφισαν τα ασθενέστερα στρώματα του πληθυσμού και αυτά που ακολούθησαν μετά την έξοδο από τα μνημόνια τον Αύγουστο τα του 2018,  αποδείχτηκαν πολύ λίγα για να επανασυνδέσουν το ΣΥΡΙΖΑ  με τη κρίσιμη μάζα των ψηφοφόρων που τον στήριξε σε τρεις εκλογικές αναμετρήσεις και ιδιαίτερα στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, παρά την ψήφιση του 3ου μνημονίου.

Δεν βάρυνε όμως το κλίμα σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ μόνο από τα οικονομικά μέτρα που ξεχείλισαν το ποτήρι.

Το Μακεδονικό που η επίλυσή του προκάλεσε αναταράξεις, η απόπειρα αλλαγής του συνταξιοδοτικού φορέα των κληρικών και ο διαχωρισμός Κράτους και Εκκλησίας, το μεταναστευτικό, η κυβερνητική αδυναμία στην αντιμετώπιση της καθημερινότητας και η αδράνεια των βουλευτών του, η οίηση της εξουσίας και η αμετροέπεια κάποιων υπουργών, αλλά και μια σειρά άλλων μέτρων με ιδεοληπτικό περιεχόμενο, όλα αυτά και πολλά άλλα αξιοποιήθηκαν από τα μη φιλικά μέσα ενημέρωσης συχνά με υπερβολές που επηρέασαν σε σημαντικό βαθμό μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος.

Και βέβαια εκλογές δεν κερδίζονται με διαλυμένο τον κομματικό μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ που λειτουργούσε στις πλείστες των περιπτώσεων με την ψυχολογία και τη νοοτροπία του 3%.

Το Μαξίμου φορτωμένο με σοβαρές κυβερνητικές ευθύνες, ανέλαβε και το βάρος του σχεδιασμού και της οργάνωσης του προεκλογικού αγώνα με τον Τσίπρα να βρίσκεται με το ένα πόδι στις Βρυξέλλες και στα άλλα κέντρα των αποφάσεων και με το άλλο στην Ελλάδα έχοντας αναλάβει σχεδόν εξ ολοκλήρου την διεξαγωγή του προεκλογικού αγώνα.

Τούτων δοθέντων, εάν ο ΣΥΡΙΖΑ  κατορθώσει να συγκεντρώσει ένα ποσοστό της τάξης του 27%  θα είναι μέγας άθλος, που θα επιτρέψει στον Τσίπρα να διαχειριστεί την ήττα,  να ανασυγκροτήσει το κόμμα του σε νέα βάση, να απαλλαγεί από τα ιδεοληπτικά βαρίδια και να αναδειχθεί κυρίαρχος στο χώρο της κεντροαριστεράς, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις μια νέας κυβερνητικής θητείας, που μπορεί να προκύψει και σύντομα.

Γιατί η περίπτωση Μητσοτάκη παρά τις προσπάθειές του να εκσυγχρονίσει τη Νέα Δημοκρατία, ίσως αποδειχθεί και παρένθεση, αφού είναι υποχρεωμένος να διαχειρισθεί παρωχημένες πολιτικές αντιλήψεις, αλληλοσυγκρουόμενα μεγάλα συμφέροντα, υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα και κυρίως το σύνθετο γεωπολιτικό περιβάλλον της νοτιοανατολικής Μεσογείου, στο οποίο εμπλέκεται κυρίως η Κύπρος αλλά και η Ελλάδα.

Και όλα αυτά στο πλαίσιο των μεταμνημονιακών υποχρεώσεων που έχει αναλάβει η χώρα και  που συνιστούν κατά δήλωση του ίδιου του Μητσοτάκη 4ο μνημόνιο.

Βέβαια στην Ελλάδα ζούμε και όσα προβλέπει και εκτιμά η λογική και οι πολιτικές αναλύσεις αλλά και οι δημοσκοπήσεις μπορεί και να ανατραπούν από ένα εκλογικό σώμα που θυμίζει κινούμενη άμμο και κανένας δεν γνωρίζει που θα σταθεροποιηθεί το πολιτικό εκκρεμές.  

Πάντως τα κρίσιμα ερωτήματα αυτών των εκλογών που θα απαντηθούν απόψε το βράδυ είναι δύο:

Αν θα υπάρξει αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας και τον αν θα είναι διαχειρίσιμο το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ από τον Τσίπρα. Ίδομεν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: